ψηφοθηρία

ψηφοθηρία
η, Ν
το να επιδιώκει κανείς να επηρεάσει τους ψηφοφόρους και να τους προσεταιριστεί με μη έντιμα, συνήθως, μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Μάμουκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψηφοθηρία — η το να επιδιώκει κανείς να πάρει ψήφους, το να κυνηγάει ψήφους για τον εαυτό του ή για άλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • ψηφοθηρώ — έω, Ν θηρεύω ψήφους, διενεργώ ψηφοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”